- αυθιγενής
- αὐθιγενής και ιων. τ. αὐτιγενής, -ές (Α)1. (για πρόσωπα) αυτόχθονας, γηγενής2. (για προϊόντα) εγχώριος, ντόπιος3. (για νερά) αυτό που αναβλύζει επί τόπου, που δεν έρχεται από άλλη πηγή4. γνήσιος, ειλικρινής.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αύθι + -γενής < γένος < γίγνομαι (πρβλ. γηγενής)].
Dictionary of Greek. 2013.